παρακεκομμένα

παρακεκομμένα
παρακόπτω
strike falsely
perf part mp neut nom/voc/acc pl
παρακεκομμένᾱ , παρακόπτω
strike falsely
perf part mp fem nom/voc/acc dual
παρακεκομμένᾱ , παρακόπτω
strike falsely
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρακεκομμένας — παρακεκομμένᾱς , παρακόπτω strike falsely perf part mp fem acc pl παρακεκομμένᾱς , παρακόπτω strike falsely perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… …   Dictionary of Greek

  • παρακεκομμέναι — παρακόπτω strike falsely perf part mp fem nom/voc pl παρακεκομμένᾱͅ , παρακόπτω strike falsely perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”